Δεν είναι όλα μαύρα στην Ελλάδα, παρότι οι ενδείξεις είναι δυσοίωνες για τη χώρα και τους ανθρώπους της που ρέπουν στην εξαχρείωση και τον εκφασισμό, ως μηχανισμό προστασίας της απειλούμενης ιδιοτέλειας και ευμάρειας. Υπάρχουν εκλάμψεις στον επιστημονικό, κοινωνικό και πολιτικό χώρο που δείχνουν ότι υπάρχει δυναμικό και σκέψη για να προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα η χώρα. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι το προσωπικό αυτό έχει τη δυνατότητα να επηρεάζει την εξουσία ή να την στελεχώνει. 

Αφορμή για αυτές τις σκέψεις είναι οι ιδέες και οι μηχανισμοί που έχουν δημιουργηθεί και εφαρμόζονται ως φωτεινές εξαιρέσεις στην Αυτοδιοίκηση για συμμετοχικές και ανοιχτές πόλεις ως πολιτικές και διαδικασίες που απαντούν σε σύγχρονες ανάγκες. Είναι αυτά που δεν συζητούνται ποτέ στα όργανα της αυτοδιοίκησης και δεν απασχολούν ποτέ τις σχέσεις αυτοδιοίκησης και κεντρικής πολιτικής, όπου τα ζητήματα είναι απολύτως πεζά – σε βαθμό ευτελισμού- και αφορούν στα οικονομικά και τα διαχειριστικά και δείχνουν την ενόχληση για κάθε εξέλιξη που απειλεί το στρεβλό πελατειακό μοντέλο της αυτοδιοίκησης, που αναζητεί δίκτυα συναλλαγής σε κάθε αναφορά της διοίκησης. Άλλωστε οι παραδοσιακές αναγνώσεις της πολιτικής για την πληροφορία και την ατομικότητα καταρρέουν χωρίς να συνδιαμορφώνονται από την εξέλιξη και τη δημοκρατικότητα της πληροφορίας.

Για τον ίδιο λόγο, ακόμη και να κάποιος δεν ανήκει στην κατηγορία των ‘Βλαχοδημάρχων” αλλά έχει σύγχρονη αντίληψη και οπτική (που δεν είναι προνόμιο του ενός ή του άλλου πολιτικού χώρου απαραίτητα) δεν μπορεί να εφαρμόσει καινοτόμες πολιτικές γιατί προσκρούει στο – μοιραία λόγω του τρόπου στελέχωσης- χαμηλό επίπεδο του ανθρώπινου δυναμικού, που συχνά μπορεί να χρησιμεύει περισσότερο ως εκλογικός μηχανισμός, και που μόνο οι μεγάλοι Δήμοι έχουν τη δυνατότητα να υπερβαίνουν σε κάποιο βαθμό.

Αλλά ακόμη και αν κάποιος αντιλαμβάνεται ότι δεν κατέχει την ειδική γνώση ή το υπόβαθρο για να απαντήσει στις σύγχρονες ανάγκες σχεδιασμού με διαφάνεια και συμμετοχή και θέλει να εμπιστευτεί αυτούς που διαθέτουν τη γνώση αυτό είναι αδύνατο γιατί η συνεργασία με αυτά τα στελέχη προσκρούει συνήθως στις κομματικές αγκυλώσεις και γιατί δύσκολα κάποιο σοβαρό στέλεχος θα μπορέσει να συνεργαστεί με ένα οργανισμό αυτοδιοίκησης όταν πρέπει να συγκεντρώσει την αποδοχή και έγκριση του κάθε πολιτικάντη, ανόητου, απαίδευτου ή μπεκρή που, συχνά, συναποτελούν το στενό πολιτικό πυρήνα ενός αυτοδιοικητικού άρχοντα, αν κοιτάξουμε λίγο πιο κάτω από τους μεγάλους Δήμους. Άλλωστε, η όποια προσαρμογή στις σύγχρονες ανάγκες μέχρι σήμερα, επιβλήθηκε μόνο ως νομοθετική μεταρρύθμιση της κεντρικής διοίκησης και όχι ως αίτημα της αυτοδιοίκησης που, αντιθέτως,  πολεμά οποιαδήποτε αλλαγή ως απειλή των δικών της αναχρονιστικών προνομίων και αδρανοποιεί δια της απαξίωσης, οποιαδήποτε σύγχρονη δομή της είναι ενοχλητική (ακόμη και την πιο απλή συμμετοχική βαθμίδα, όπως τις Επιτροπές Διαβούλευσης)

Για τον ίδιο λόγο, η λέξη “τεχνοκράτης” στην τοπική αυτοδιοίκηση θεοποιήθηκε τις περασμένες δεκαετίες, και χρησιμοποιήθηκε για να καλύψει την ανεπάρκεια των αυτοδιοικητικών στελεχών σε αυτού του είδους το σχεδιασμό, συχνά “ξέπλυνε” τις πολιτικάντικες και υπόγειες διαδικασίες ή την παραδιοίκηση που έπρεπε να στηθεί για να ξεπερνά τη γραφειοκρατία, έχοντας σήμερα απαξιωθεί ως μηχανισμός και “εφεύρεση” που αναπαράγει στρεβλές και αποτυχημένες πολιτικές.

Για αυτό και τα παραδείγματα όσων καταφέρνουν να ξεφύγουν από τη μοίρα τους, αυτών που διαθέτουν γνώση και προσωπικότητα, που τοποθετούν τον εαυτό τους μέσα στην αυτοδιοίκηση, αντιλαμβανόμενοι την παρουσία τους ως διαδικασία οραματική που θέλει να προχωρήσει πέρα από τη θέση ενός κάδου σε μια γειτονιά ή την παθητική αποδοχή μια γραφειοκρατικής αντίληψης που διέπει το συνήθη σχεδιασμό πόλεων (και άρα κοινωνιών), είναι ελάχιστοι.

Και αυτό δεν επιβάλλεται από πάνω προς τα κάτω με τη χρήση αντικειμενικών δεδομένων αλλά, όπως ακριβώς και στις συμμετοχικές δημοκρατικές διαδικασίες, από κάτω προς τα πάνω χρησιμοποιώντας τα υποκειμενικά δεδομένα.