C

Θα ήταν αναπάντεχο το 2016 να έκλεινε γιορτινά. Η χρονιά που τελειώνει δεν υπήρξε καλή. Ούτε για την Ελλάδα, ούτε για την Ευρώπη, ούτε για τον κόσμο. Γνωρίζουμε επίσης ότι τα πιο δύσκολα τα έχουμε ακόμη μπροστά μας. Αυτή η συγκυρία δεν προσφέρεται για αισιόδοξες αναγνώσεις από σώφρονες ανθρώπους.

 Στις δυσκολίες των καιρών, η επιθυμία για αισιοδοξία είναι κάτι σαν την ανάγκη για πλάνη. Εκεί όμως διαφέρει η ελπίδα από την αισιοδοξία. Μπορούμε να ελπίζουμε χωρίς να είμαστε αισιόδοξοι γιατί a priori δεν γίνεται να μην ελπίζουμε. Η ελπίδα χωρίς αισιοδοξία (ο τίτλος του τελευταίου βιβλίου του Τ. Ίγκλετον) είναι αναμφίβολα η πιο σοφή, η αυθεντικά ρεαλιστική αποτύπωση του κεντρικού διλήμματος στους σκοτεινούς καιρούς που ζούμε.


Μια αδιάγνωστη μετάβαση: ένα νέο νήμα.

Πρόσφατα ένας, κάποτε αισιόδοξος, φίλος διανοούμενος μου είπε: «Το ότι πιστεύαμε κάποτε ότι τα πράγματα θα πάνε καλύτερα βοηθούσε κάπως ώστε να πάνε. Πλέον στεγνώσαμε…». Όντως, ακόμη κι η πεποίθηση ενός καλού τέλους είχε μια θετική επιρροή. Πλέον όμως, είναι μάλλον κοινότοπο να αναγνωρίσουμε ότι τα πράγματα πάνε από το κακό στο χειρότερο.

Σε όλο τον κόσμο, από τις Φιλιππίνες ώς τις ΗΠΑ μέσω Τουρκίας και Ρωσίας, εγκαθίσταται ένα νέο μοντέλο διακυβέρνησης. Το χαρακτηριστικό του είναι ότι με τη λαϊκή στήριξη –διότι δεν συζητάμε για δικτατορίες (έχουμε φυσικά κι από δαύτες)– ο δημόσιος χώρος υποχωρεί άτακτα, η πολιτική κυριαρχία απονομιμοποιείται υπέρ της οικονομικής εξουσίας που ασκείται αδιαμεσολάβητα, και τα δικαιώματα των ανθρώπων υποβαθμίζονται ραγδαία. Απαξιώνεται δηλαδή ένας κώδικας συμβίωσης που θεμελιώνεται στην αξία της αναδιανομής του πλούτου και στην ιδέα μιας πολιτικής κοινότητας που ζει με κανόνες και σεβασμό σε ένα σκληρό πυρήνα ελευθεριών. Το νέο μοντέλο μιλά στο «λαό», αλλά στην πράξη το μήνυμά του αναφέρεται σε ένα τμήμα του λαού. Οι υπόλοιποι έξω. Στο όνομά της, η κοινότητα διαιρείται.

Όλα τούτα δεν είναι ατυχήματα, ούτε «κακές στιγμές». Κι αν μεθαύριο κάποιοι πάλι δηλώσουν έκπληξη σε περίπτωση που η Γαλλία αποκτήσει την πρώτη γυναίκα Πρόεδρο της Δημοκρατίας της, δεν κάνουν για την πολιτική και τις οδυνηρές «εκπλήξεις» που αυτή προκαλεί.

Είναι πλέον σαφές πως υπάρχει ένα νήμα που ενώνει το βρετανικό δημοψήφισμα για το brexit με τις αμερικάνικες εκλογές, τη ρωσική ή την τούρκικη προεδρική εκδοχή του «το κράτος είμαι εγώ» με την ουγγρική «μη φιλελεύθερη δημοκρατία» («illiberal democracy», κατά τον ίδιο τον Ούγγρο πρωθυπουργό), και πάει λέγοντας…

Αυτά είναι συμπτώματα μιας αχαρτογράφητης μετάβασης που διαλύει τις happy end αφηγήσεις μιας αφελούς φιλελεύθερης τελεολογίας. Η μετάβαση αυτή διόλου δεν μοιάζει με αμερικάνικο κινηματογράφο, αλλά ολοένα και περισσότερο φέρνει προς ιταλικό ρεαλισμό ή τη σκοτεινιά της σκανδιναβικής κινηματογραφίας. Χωρίς πολλή δράση και με αδιάγνωστο τέλος, σε αντίθεση με το όμορφο μοντέλο που αγαλλιάζει τις ψυχές των θεατών, αλά Χόλυγουντ: δράση και αγωνία μεν αλλά στο τέλος πάντα οι καλοί νικάνε. Αυτά λοιπόν μας τελείωσαν.

Στο ζόφο αυτό, ωστόσο, υπάρχει κάτι θετικό: ακόμη και οι αθεράπευτα αισιόδοξοι, όπως ο φίλος μου, αντιλήφθηκαν ότι το σενάριο «πάμε καλύτερα» μόνο τις καλές προαιρέσεις τους ευεργετεί. Έτσι τουλάχιστον πορευόμαστε σκεπτόμενοι.

Νισάφι πια με την αστόχαστη φιλελεύθερη αισιοδοξία και τον ηθικολογικό ιδεαλισμό ο οποίος για όλα είχε έτοιμες λύσεις. Λύσεις που συνήθως εσχάτως καταλήγουν σε δυσάρεστες εκπλήξεις που διαδέχονται η μια την άλλη.

Νισάφι όμως κι απ’ την άλλη –ιδίως στην Ελλάδα– με τον αριστερόστροφο βολονταρισμό, ο οποίος δεν είχε μυαλό να καταλάβει την τελευταία θέση για τον Φόυερμπαχ του Κ. Μαρξ: «Οι φιλόσοφοι μονάχα ερμήνευαν με διάφορους τρόπους τον κόσμο, το ζήτημα, όμως, είναι να τον αλλάξουμε». Ο άνθρωπος δηλαδή είπε ότι προϋπόθεση για να αλλάξεις τον κόσμο είναι να τον καταλάβεις. Αν δεν τον καταλάβεις, αυτός σε αλλάζει. Αυτό έγινε στη χώρα μας και πληρώνουμε σήμερα την εκτυφλωτική αφέλεια των πάλαι ποτέ βεβαιοτήτων.

Τι κάνουμε στην Ελλάδα;

Τι κάνουμε λοιπόν; Παραδιδόμαστε στον κυνισμό και την αδιαφορία; Βυθιζόμαστε στον σκεπτικισμό και στην παραίτηση; Τα βάζουμε με τον εαυτό μας και μ’ έναν αντίστροφο εθνοκεντρισμό στηλιτεύουμε μονόπατα την «ελληνική εξαίρεση» αψηφώντας ότι η Ευρώπη παραπαίει κι ο κόσμος ολόκληρος παραπατάει; Αν μη τι άλλο, η κατανόηση μιας οριακής στιγμής στο χώρο και στο χρόνο, όπως το μακρόσυρτο στιγμιότυπο που ζούμε, θέλει ολικό στοχασμό: πώς συναρμολογείται η ευθύνη για την κρίση του εθνικού (της Ελλάδας εν προκειμένω) με το περιφερειακό (την ΕΕ) και από εκεί, με το οικουμενικό; Αυτά είναι δύσκολα θέματα που θέλουν κάτι περισσότερο από αφορισμούς του τύπου «για όλα φταίμε εμείς» ή «για όλα φταίνε οι ξένοι».

Ειδικά για τη χώρα μας, τα πράγματα είναι ακόμη πιο εύθραυστα. Τα μνημόνια και τα προγράμματα σταθεροποίησης μιας εφταετίας –χρόνος αδιανόητος για «σταθεροποίηση» στον καπιταλισμό– ολοκληρώνουν πολύ σύντομα τον κύκλο του πολιτικού θρυμματισμού όσων ηγεμονικών κομματικών σχηματισμών γνώρισε η χώρα στη μεταπολίτευσή της. Η σημερινή κυβέρνηση δεν θα είναι το τελευταίο θύμα. Το κρίσιμο ερώτημα πλέον είναι τι θα γίνει μετά την επόμενη.

Το γεγονός ότι η Ελλάδα στα πολύ δύσκολα αυτά χρόνια κατάφερε να τη βγάλει καθαρή, με δημοκρατικές (από σχετικά ανίκανες ως σχετικά αυταρχικές – αλλά ώς εκεί) κυβερνήσεις είναι ένα πολιτικό θαύμα και θα μείνει ένα γόνιμο ερώτημα για τους πολιτικούς ιστορικούς του μέλλοντος. Και αυτό –ό,τι κριτική και να της απευθύνει κανείς– η χώρα το οφείλει στην Αριστερά της.

Τι θα γίνει όμως μετά; Μπορεί αυτή η εξουθενωμένη κοινωνία να παραγάγει κάτι που πολιτικά θα πάει ενάντια στο ρεύμα των οικουμενικών καιρών της μετάβασης από τη δημοκρατία; Μπορεί η Ελλάδα να γλιτώσει από έναν δύσμορφο Ιανό Ερντογάν – Μπερλουσκόνι με αύρα Όρμπαν, που θα εμφανιστεί ως μεσσίας να την κάνει πάλι «μεγάλη» όταν όλοι οι υπόλοιποι μονομάχοι θα μαζεύουν τα κομμάτια τους που απερίσκεπτα σπατάλησαν σε συμμαχίες με την Άκρα Δεξιά;

Ας θυμηθούμε στο σημείο αυτό, ότι η Άκρα Δεξιά, σε διάφορες παραλλαγές –από ΛΑΟΣ, πρώην ΛΑΟΣ ώς ΑνΕλ– παρείχε αδιάλειπτα και γενναιόδωρα τις κυβερνητικές της υπηρεσίες από τη δεύτερη μέρα των μνημονίων. Το αποτέλεσμα είναι μια θλιβερά πρωτόγνωρη για τα ελληνικά πράγματα ανοσία όλων των σημείων του ελληνικού πολιτικού ορίζοντα απέναντι σε ένα λόγο και χώρο που μόλις λίγα χρόνια πίσω θεωρείτο από γραφικός ως νοσηρά «ακραίος».

Οι συνεργασίες αυτές έχουν δραστικά και αμοιβαία αδρανοποιήσει τα δημοκρατικά αντανακλαστικά των κομμάτων εξουσίας. Πόσο πειστικό είναι να κατηγορείται η Αριστερά για τη συνεργασία με τους ΑνΕλ από εκείνους που λίγα χρόνια πίσω κυβερνούσαν με το ΛΑΟΣ; Και αντίστροφα όμως: με τι μούτρα να εγκαλείς το «μεσαίο χώρο» για τη νομιμοποίηση του κόμματος Καρατζαφέρη εθισμένος πλέον στην συνεργασία με έναν εταίρο για τον οποίο η ομοφοβία, η θρησκοληψία, ο εθνικισμός και η άκρατη συνομωσιολογία είναι ιδέες αγαθές;

Διότι, κακά τα ψέμματα: το να ηττηθείς από τα Μνημόνια και τον Σόιμπλε δεν είναι αφύσικο. Το να μην μπορείς όμως να διακρίνεις με διαύγεια το πολιτικό σου στίγμα από τους Ανεξάρτητους Έλληνες είναι. Από την άλλη, το να επαγγέλλεσαι φιλελεύθερες τομές και αγώνα εναντίον του «λαϊκισμού» με ομάδα κρούσης μια ακροδεξιά αρμάδα οπαδών του Τραμπ είναι επίσης ιλαροτραγωδία… Το ζήτημα δεν είναι απλώς ιδιοσυγκρασιακό. Είναι δομικό. Το ιστορικό πρόβλημα της ελληνικής Δεξιάς είναι ότι, την κρίσιμη στιγμή του 20ού αιώνα, νίκησε διά της βίας. Αυτό εξηγεί εν πολλοίς γιατί στο εσωτερικό της ενδημούν ακόμη και σήμερα απόψεις που έχουν με τον φιλελευθερισμό τη σχέση που έχει ο Φάντης με το ρετσινόλαδο και μάλιστα δίνουν τον τόνο.

Η κρίση ως L και η ελπίδα ως υπαρξιακή θέση αγώνα

Τα χρόνια που έρχονται για την Ελλάδα θα συνεχίσουν, ό,τι και να γίνει –μείνουμε, δε μείνουμε στο ευρώ– να είναι πολύ δύσκολα. Και στο πεδίο της οικονομίας και σε αυτό των θεσμών. Η πάλαι ποτέ «κρίση» έχει για τα καλά εδραιωθεί ως κανονικότητα: δεν μιλάμε πλέον για την κρίση που απεικονίζεται με το λατινικό V – όπου η αριστερή γραμμή σε πάει προς τα κάτω, όπου στιγμιαία φτάνεις και μετά ξανανεβαίνεις – αλλά με το γράμμα L: κάθετα πέφτεις και μετά οριζόντια συνεχίζεις στο βυθό.

Εδώ κάπου είμαστε. Η επίγνωση αυτής της δυσάρεστης κατάστασης είναι κρίσιμη αποσκευή για τη δράση προς την υπέρβασή της. Όταν ο Γκράμσι έκανε λόγο για την απαισιοδοξία της γνώσης απέναντι στην αισιοδοξία της βούλησης, τέτοιες οριακές καταστάσεις θα είχε στο μυαλό του. Ο ρεαλισμός είναι αρετή που έλειψε. Και για το λόγο αυτό ως ρεαλισμός προκρίθηκε μια ανιστόρητη εκδοχή του καθεστωτικού μονόδρομου που κάθε λίγο και λιγάκι «πέφτει απ’τα σύννεφα».

Σοβαρός ρεαλισμός …

Απέναντι στην αφελή αισιοδοξία της άγνοιας και τη μίζερη απαισιοδοξία του κυνισμού στέκεται η ελπίδα. Η ελπίδα, που όπως σοφά λέει ο Ίγκλετον, είναι πιο ρεαλιστική από την απελπισία.(1) Η ελπίδα ως υπαρξιακή θέση αγώνα.
Χρόνια πολλά.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ:
1. 
http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=738131

Πηγή: περιοδικό ΧΡΟΝΟΣ