Η διάκριση της ελληνικής γλώσσας, σε αρχαία και νέα, αν και έχει γίνει για την εξυπηρέτηση εκπαιδευτικών σκοπών, στην πράξη οδήγησε στην υιοθέτηση της αντίληψης ότι η αρχαία ελληνική γλώσσα είναι μια ξένη γλώσσα.

Ωστόσο, η ελληνική γλώσσα είναι μία και συνεχής μέσα στο χρόνο.      Η αρχαία ελληνική γλώσσα δεν είναι ούτε ξένη γλώσσα, ούτε νεκρή. Μιλάμε την ίδια γλώσσα που μιλούσαν και οι πρόγονοί μας εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια. Απλώς, η γλώσσα αυτή έχει εξελιχθεί μέσα στο χρόνο.

Μάλιστα, εκείνο που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι ότι σήμερα, όλοι μας, μιλάμε την αρχαία ελληνική γλώσσα χωρίς να το καταλαβαίνουμε.

Και αυτό διότι οι περισσότερες σύνθετες ή παράγωγες λέξεις της νέας ελληνικής γλώσσας περιέχουν λέξεις της αρχαίας ελληνικής από την εποχή του Ομήρου.

Το ρήμα λέξω σημαίνει εμποδίζω. Το ρήμα αυτό δεν το χρησιμοποιούμε αυτούσιο στην νέα ελληνική γλώσσα. Αλλά το χρησιμοποιούμε όταν λέμε αλεξίπτωτο (δηλαδή αυτό που εμποδίζει την πτώση), αλεξικέραυνο (αυτό που εμποδίζει τον κεραυνό), αλεξίσφαιρο (αυτό που εμποδίζει την σφαίρα).

Η λέξη λπος σημαίνει ρούχο. Την λέξη αυτήν δεν την χρησιμοποιούμε αυτούσια στην νέα ελληνική γλώσσα. Αλλά την χρησιμοποιούμε όταν λέμε λωποδύτης (δηλαδή αυτός που κάνει κατάδυση μέσα στο ρούχο του άλλου, δηλαδή τον κλέβει).

Η λέξη λας  σημαίνει πέτρα. Την λέξη αυτήν δεν την χρησιμοποιούμε αυτούσια στην νέα ελληνική γλώσσα. Αλλά την χρησιμοποιούμε όταν λέμε λατομείο (δηλαδή το μέρος όπου κάνουμε τομή στην πέτρα), λαξεύω (όταν επεξεργαζόμαστε την πέτρα).

Η λέξη αδή σημαίνει φωνή. Την λέξη αυτήν δεν την χρησιμοποιούμε αυτούσια στην νέα ελληνική γλώσσα. Αλλά την χρησιμοποιούμε όταν λέμε άναυδος (δηλαδή αυτός που δεν έχει φωνή).

Η λέξη βρύχιον σημαίνει το βάθος της θάλασσας. Την λέξη αυτήν δεν την χρησιμοποιούμε αυτούσια στην νέα ελληνική γλώσσα. Αλλά την χρησιμοποιούμε όταν λέμε υποβρύχιο (δηλαδή αυτό βρίσκεται κάτω στα βαθειά νερά).

Η λέξη θύρα σημαίνει πόρτα. Την λέξη αυτήν δεν την χρησιμοποιούμε αυτούσια στην νέα ελληνική γλώσσα. Αλλά την χρησιμοποιούμε όταν λέμε θυρωρός, θυροκόλληση (δεν λέμε πορτοκόλληση), παράθυρο (δεν λέμε παράπορτο).

Η λέξη νας σημαίνει καράβι. Την λέξη αυτήν δεν την χρησιμοποιούμε αυτούσια στην νέα ελληνική γλώσσα. Αλλά την χρησιμοποιούμε όταν λέμε ναυτικός, ναύλος, ναυτιλία.

Η λέξη δωρ σημαίνει νερό. Αν και δεν γίνεται χρήση της λέξης αυτής καθ’ αυτής, ωστόσο λέμε υδρορροή, ύδρευση, υδατάνθρακες, αφυδάτωση, υδραυλικός, ενυδρείο.

Η λέξη όν σημαίνει αυγό. Την λέξη αυτήν δεν την χρησιμοποιούμε αυτούσια στην νέα ελληνική γλώσσα. Αλλά την χρησιμοποιούμε όταν λέμε επώαση, ωοθήκες.

Η λέξη φθαλμός σημαίνει μάτι. Την λέξη αυτήν δεν την χρησιμοποιούμε αυτούσια στην νέα ελληνική γλώσσα. Αλλά την χρησιμοποιούμε όταν λέμε οφθαλμίατρος (και όχι ματογιατρός)

Η λέξη γαστήρ σημαίνει στομάχι. Την λέξη αυτήν δεν την χρησιμοποιούμε αυτούσια στην νέα ελληνική γλώσσα. Αλλά την χρησιμοποιούμε όταν λέμε γαστρεντερολόγος (και όχι στομαχολόγος)

Η λέξη δέρκος σημαίνει βλέμμα. Την λέξη αυτήν δεν την χρησιμοποιούμε αυτούσια στην νέα ελληνική γλώσσα. Αλλά την χρησιμοποιούμε όταν λέμε οξυδερκής.

Η λέξη θαμά σημαίνει συχνά. Την λέξη αυτήν δεν την χρησιμοποιούμε αυτούσια στην νέα ελληνική γλώσσα. Αλλά την χρησιμοποιούμε όταν λέμε θαμώνας (δηλαδή αυτός που συχνάζει σε κάποιο μέρος).

Η λέξη νήπιο, που προέρχεται από το στερητικό νη και τη λέξη έπος (δηλαδή το νήπιο είναι αυτό που δεν έχει λόγο, δεν μπορεί να μιλήσει)

Η λέξη δίκαιο προέρχεται από το ρήμα δείκνυμι (που σημαίνει δείχνω) και που υποδηλώνει τη σχέση με το υποδεικνυόμενο ως ορθό.

Η λέξη νόμος προέρχεται από το ρήμα νέμω (μοιράζω) αλλά και το ρήμα νομίζω (θεωρώ) δείχνοντας ότι θεωρούμε ως νόμο αυτό το προνόμιο ή υποχρέωση που μας έχει χορηγηθεί, αλλά και αυτό που έχει επικρατήσει να χρησιμοποιούμε στις συναλλαγές μας ως σωστό.

Η λέξη ενοχή πάλι προέρχεται από το ρήμα ενέχομαι (που σημαίνει ευθύνομαι, εμπλέκομαι, έχω υποχρέωση να προβώ σε κάποια ενέργεια).

Αλλά και η λέξη άνθρωπος προέρχεται από το ανδρ-ωπός, δηλαδή από τις λέξεις ανήρ και όψις, φανερώνοντας αυτόν που έχει την εμφάνιση του ανθρώπου. Η λέξη ανήρ στην αρχαία ελληνική είχε την έννοια όχι μόνο του άνδρα, αλλά και του ανθρώπου, δηλώνοντας τόσο το αρσενικό όσο και το θηλυκό φύλο. Αν και επιχειρήθηκε στο παρελθόν η σύνδεση της λέξης άνθρωπος με τις λέξεις άνω και θρώσκω, προβάλλοντας μάλιστα την ερμηνεία ότι ο άνθρωπος είναι αυτός που βλέπει ψηλά (προς τον Θεό), κάτι τέτοιο σήμερα γίνεται δεκτό ότι στερείται επιστημονικής βάσης.

Η λέξη θρώσκω δεν σημαίνει κοιτάζω, αλλά εφορμώ και κάνω  μια ορμητική κίνηση (από την ίδια λέξη πηγάζει και ο θούριος), κάτι που επιβεβαιώνεται από τα πιο έγκυρα λεξικά (πχ. Liddell-Scott).

Με βάση τα παραπάνω γίνεται κατανοητό ότι οι περισσότερες νεοελληνικές λέξεις έχουν άμεση προέλευση από την αρχαία ελληνική, ενώ η ετυμολογία τους μας βοηθάει να κατανοούμε το ουσιαστικό τους περιεχόμενο.

Νίκος Σεργκενλίδης

Δικηγόρος