Έγινε γνωστό, ότι ο Υπουργός Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων  Κώστας Γαβρόγλου, με απόφασή του, έχει συστήσει Ομάδα εργασίας για την αναβάθμιση και τον εκσυγχρονισμό της λειτουργίας των Μουφτειών της Μουσουλμανικής Μειονότητας της Θράκης.

Η Ομάδα Εργασίας έχει τα εξής μέλη:

  1. Ελένη Αναστασοπούλου, Αναπληρώτρια Προϊσταμένη του Τμήματος Ετεροθρήσκων και Ετεροδόξων της Διεύθυνσης Θρησκευτικής Διοίκησης της Γενικής Γραμματείας Θρησκευμάτων του Υπουργείου Παιδείας Έρευνας και Θρησκευμάτων.
  2. Κωνσταντίνο Πιτταδάκη, Αναπληρωτή Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Θρησκευτικής Διοίκησης της Γενικής Γραμματείας Θρησκευμάτων του Υπουργείου Παιδείας Έρευνας και Θρησκευμάτων.
  3. Δέσποινα Τριπόδη, αποσπασμένη εκπαιδευτικό, κλάδου ΠΕ 13 Νομικών, στη Διεύθυνση Θρησκευτικής Διοίκησης της Γενικής Γραμματείας Θρησκευμάτων του Υπουργείου Παιδείας Έρευνας και Θρησκευμάτων.
  4. Βασιλική Ζωϊτοπούλου, Προϊσταμένη του Τμήματος Ε ́ της Διεύθυνσης Προμηθειών και Διαχείρισης Υλικού της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Παιδείας Έρευνας και Θρησκευμάτων.

Χρέη Συντονιστή της Ομάδας θα εκτελεί η Ελένη Αναστασοπούλου.

Το έργο της ομάδας εργασίας θα επικουρούν, ο Βασίλειος Συμεωνίδης, Προϊστάμενος του Γραφείου Μειονοτικής Εκπαίδευσης, ο Μεχμέτ Δερτιμάν, Σχολικός Σύμβουλος Μειονοτικού Προγράμματος Μειονοτικών Σχολείων και ο Ανδρέας Νοταράς, άμισθος Σύμβουλος του υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων.

Τέλος, η απόφαση, παρέχει στην  Συντονίστρια της Ομάδας Εργασίας τη δυνατότητα να ζητήσει την επιστημονική υποστήριξη του διδακτικού προσωπικού της Εισαγωγικής Κατεύθυνσης Ισλαμικών Σπουδών του Τμήματος Θεολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και του διδακτικού προσωπικού των μαθημάτων μουσουλμανικής θρησκευτικής ειδίκευσης των Μουσουλμανικών Ιεροσπουδαστηρίων Θράκης.

(Βλ. https://www.esos.gr/arthra/49725/epitropi-gia-ton-eksyghronismo-ton-moyfteion-tis-moysoylmanikis-meionotitas-tis-thrakis).

Κέντρισε την προσοχή μου το γεγονός, ότι τα μέλη της παραπάνω Επιτροπής που τους ανατέθηκε το έργο της αναβάθμισης και του εκσυγχρονισμού των Μουφτειών της Θράκης, αποτελείται από υπαλλήλους της Γενικής Γραμματείας Θρησκευμάτων του Υπουργείου Παιδείας, κατοικούν στην Αθήνα, με εξαίρεση την κυρία Ζωϊτοπούλου, που είναι προϊσταμένη στην Διεύθυνση Προμηθειών και Διαχείρισης Υλικού της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Παιδείας. Ουδείς Μουσουλμάνος Έλληνας πολίτης μέλος της Επιτροπής, έστω για την «τιμή των όπλων»!

Η υπουργική απόφαση συγκρότησης της Ομάδας Εργασίας προβλέπει και το εξής: Στη διάθεση της Ομάδας Εργασίας, τίθενται υποχρεωτικά κάθε είδους αρχεία, πληροφορίες, βιβλία, έγγραφα και οικονομικά στοιχεία που τηρούνται στις Μουφτείες….

Σε καμιά περίπτωση δεν θα ήθελα να γίνω μάντης κακών, όπως ο Κάλχας της Ιλιάδας. Αλλά η αμέσως προηγούμενη πρόβλεψη της υπουργικής απόφασης, με τις εξουσίες που αναγνωρίζει στην Ομάδα Εργασίας, την καθιστά Επιτροπή Ελέγχου των Μουφτειών! Και αξίζει να λεχθεί εδώ, ότι το κράτος, εκτός από την μισθοδοσία του Μουφτή ή του τοποτηρητή Μουφτείας, εκτός από την παραχώρηση υπηρεσιακού αυτοκινήτου προς τον Μουφτή, επίσημα δεν αναλαμβάνει τίποτε από τα λειτουργικά έξοδα της θεωρούμενης σαν δημόσιας υπηρεσίας Μουφτείας. Καμιά θέση γραμματειακής υποστήριξης ή βοηθητικού προσωπικού της Μουφτείας δεν είναι νομοθετημένη και εύλογο είναι να μην βαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό (λ.χ. οδηγός αυτοκινήτου, κλητήρας κ.ά.). Σε έκτακτες περιπτώσεις, μέσω είτε της Υπηρεσίας Πολιτικών Υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών, που εδρεύει στην Ξάνθη, είτε της Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης δίδονταν χρηματικά ποσά προς τον Μουφτή, από κονδύλια που είχαν στην διάθεσή τους οι παραπάνω υπηρεσίες και τα διαχειρίζονταν κατά το δοκούν οι προϊστάμενοί τους. Στην Μουφτεία Κομοτηνής, όταν γενικός γραμματέας της Περιφέρειας  ήταν  ο Δημήτρης Σταμάτης, αντικαταστάθηκαν τα κουφώματα της Μουφτείας και κατασκευάσθηκε ένας φοριαμός εναπόθεσης αρχείων. Θα αναρωτηθεί κάποιος εύλογα, και από πού καλύπτονται τα λειτουργικά έξοδα μιας Μουφτείας. Οι περισσότερες υπηρεσίες που παρέχονται προς τους Μουσουλμάνους από τον Μουφτή και τις Μουφτείες, έχουν κόστος! Από την συλλογή των χρημάτων για τις παρεχόμενες προς τους πιστούς υπηρεσίες, καλύπτονται τα έξοδα της Μουφτείας και η μισθοδοσία του προσωπικού της, ως προς το οποίο, από όσο γνωρίζω, δεν υπάρχουν γραπτές εργασιακές συμβάσεις, και από νομικής πλευράς η απασχόλησή τους είναι άτυπη και συνάγεται μόνο από την ασφαλιστική κάλυψή τους στο ΙΚΑ και όχι πάντοτε με ασφάλεια ή ακρίβεια.

Το ότι οι Μουφτείες χρειάζονται αναδιοργάνωση ή λειτουργική αναβάθμιση, νομίζω πως κανένας, εφόσον γνωρίζει πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις δεν μπορεί να προβάλλει αντιρρήσεις. Ως προς τον εκσυγχρονισμό των Μουφτειών, με την συγκεκριμένη Ομάδα Εργασίας, που αποτελείται αποκλειστικά από Χριστιανούς γραφειοκράτες του Υπουργείου Παιδείας, διατηρώ έντονες επιφυλάξεις.   Δεν ξέρω πώς μπορεί να αντιλαμβάνονται Χριστιανοί ‘γραφειοκράτες’, στελέχη ενός Υπουργείου, κάτοικοι Αθηνών, έναν κορυφαίο θεσμό του Ισλάμ!

Ο Μουφτής είναι ένας σημαντικός θρησκευτικός λειτουργός του σουννιτικού Ισλάμ και είναι παντού δημόσιος λειτουργός. Πρόκειται για έναν υψηλής κατάρτισης Μουσουλμάνο θεολόγο και νομικό επιστήμονα της ισλαμικής δικαιϊκής τάξης. Κύριο έργο του Μουφτή είναι η ερμηνεία των ρυθμιστικών κανόνων που πηγάζουν από την Σαρία, σύμφωνα με τις εκάστοτε περιστάσεις και κοινωνικές συνθήκες. Οι ερμηνευτικές γνωμοδοτήσεις του Μουφτή ονομάζονται φάτουα (φετβά στα τουρκικά), ενώ στην ελληνική γλώσσα αποδίδονται, επιτυχημένα κατά τη γνώμη μου, με τον όρο Ιερονομική Ρήτρα. Οι γνωμοδοτήσεις του Μουφτή λαμβάνονται υπόψη σοβαρά, όσον αφορά την εφαρμογή του Ιερού Μουσουλμανικού Νόμου εκ μέρους των Ιεροδικών (καντί), που αποτελούν μιαν άλλη τάξη δημοσίων λειτουργών σε μουσουλμανικές χώρες.

Στην Ελλάδα ο Μουφτής είναι συγχρόνως και Ιεροδίκης.

Ανέφερα πιο πάνω ότι ο Μουφτής παντού είναι δημόσιος λειτουργός. Εδώ δεν πρέπει να συγχέεται η έννοια του δημοσίου λειτουργού με την ομοειδή έννοια που προσδίδει στον όρο το Διοικητικό Δίκαιο. Ο Μουφτής ως δημόσιος λειτουργός δεν μπορεί να είναι μέλος μιας, έστω υψηλής, δημοσιοϋπαλληλικής ιεραρχίας, όπως αντιμετωπίζεται σήμερα (λ.χ. όπως τα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ή τα μέλη του Διπλωματικού Σώματος). Ο δημόσιος χαρακτήρας του λειτουργήματος του Μουφτή, συνδέεται με το γεγονός ότι οι αποφάσεις του αφορούν και επηρεάζουν ρυθμιστικά το σύνολο σχεδόν των βιοτικών σχέσεων της Μουσουλμανικής Κοινότητας και επίσης αναφέρονται σε ζητήματα μουσουλμανικής λατρείας και ευταξίας!

 

Νομίζω πως είναι ανάγκη να επισημανθούν ορισμένα στοιχεία, που αναφέρονται στον θεσμό του Μουφτή και στις δικαιοδοσίες του: Ο ιερός Μουσουλμανικός Νόμος, εμπλουτίζει την ελληνική έννομη τάξη, ήδη από την υπογραφή της Σύμβασης της Κωνσταντινουπόλεως του 1881, μεταξύ Ελλάδος και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που κυρώθηκε με το νόμο ΠΛΖ΄/1882. Στη συνέχεια, έχουμε την σημαντική ως προς το περιεχόμενό της για το θέμα που μας απασχολεί, Σύμβαση  Ειρήνης μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, γνωστής και ως Συνθήκης των Αθηνών, του 1913, η οποία μαζί με τα τρία πρωτόκολλά της κυρώθηκε με το νόμο ΔΣΙΓ΄/1913. Με την παραπάνω Συνθήκη  ο Μουφτής έχει καταστεί ιδιότυπος φορέας της δικαστικής λειτουργίας της πολιτείας στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα αναγνωρίσθηκε,  ότι «οἱ Μουφτῆδες, ἐκτός τῆς ἁρμοδιότητος αὐτῶν ἐπί τῶν καθαρῶς θρησκευτικῶν ὑποθέσεων καί τῆς ἐποπτείας αὐτῶν ἐπί τῆς διοικήσεως τῶν Βακουφικῶν κτημάτων, ἀσκοῦσι τήν ἑαυτῶν δικαιοδοσίαν μεταξύ Μουσουλμάνων ἐπί γάμων, διαζυγίων, διατροφῶν (νεφακά), επιτροπειῶν, κηδεμονιῶν, χειραφεσίας ἀνηλίκων, ἰσλαμικῶν διαθηκῶν καί διαδοχῆς εἰς θέσιν Μουτεβελλή (τεβλιέτ)», και ότι «αἱ παρά τῶν Μουφτήδων ἐκδιδόμεναι ἀποφάσεις ἐκτελοῦνται ὑπό τῶν ἁρμοδίων Ἑλληνικῶν Ἀρχῶν» (διατάξεις του άρθρου 11 παράγρ. 9 και 10 αντίστοιχα της Σύμβασης).

Με το άρθρο 7 του Πρωτοκόλλου αριθ. 3 της Σύμβασης, κατοχυρώνεται η λειτουργική ανεξαρτησία του Μουφτή όταν ασκεί  τις δικαστικές εξουσίες του και προβλέπονται τα εξής: «…οἱ Μουφτῆδες… κέκτηνται τά αὐτά δικαιώματα καί τάς αὐτάς ὑποχρεώσεις, οἳας οἱ λοιποί Ἓλληνες δημόσιοι λειτουργοί», », ενώ με το άρθρο 9 του ιδίου Πρωτοκόλλου, η Ελλάδα εγγυάται την προσωπική ανεξαρτησία του Μουφτή κατά την άσκηση των δικαστικών καθηκόντων του, αναγνωρίζοντάς του ισοβιότητα, όπως ισχύει για τους τακτικούς δικαστές του κράτους.

Μετά την Συνθήκη των Αθηνών ακολούθησε η έκδοση του νόμου 147/1914 «περί τῆς ἐν ταῖς προσαρτωμέναις χώραις ἐφαρμοστέας νομοθεσίας καί τῆς δικαστικῆς αὐτῶν ὀργανώσεως», με διατάξεις του οποίου ρυθμίστηκαν θέματα Μουσουλμάνων και Εβραίων, που εμπλούτισαν τον πληθυσμό της Ελλάδος μετά την λήξη των Βαλκανικών Πολέμων (1912-1913). Στο άρθρο 4 του νόμου 147/1914 προβλέπονται τα εξής: «Τά τοῦ γάμου τῶν εἰς τό μουσουλμανικόν ἢ ἰσραηλιτικόν θρήσκευμα ἀνηκόντων, ἢτοι τ’ ἀφορῶντα εἰς τήν νόμιμον σύστασιν καί διάλυσιν τοῦ γάμου καί τάς συνεστῶτος αὐτοῦ προσωπικάς σχέσεις τῶν συζύγων καί τά τῶν συγγενικῶν δεσμῶν διέπονται ὑπό τοῦ ἱεροῦ αὐτῶν νόμου καί κρίνονται κατ’ αὐτόν. Ὡς πρός τούς Μουσουλμάνους ἰσχύουσι προσέτι οἱ περί αὐτῶν εἰδικοί ὃροι τῆς μεταξύ Ἑλλάδος καί Τουρκίας τελευταίας συνθήκης». Στο τέλος της παραπάνω διάταξης, γίνεται ρητή παραπομπή στις ρυθμίσεις της Σύμβασης Ειρήνης των Αθηνών του 1913. Τέλος, αξίζει να επισημανθεί  ότι όσα προβλέπονται από το άρθρο 4 του νόμου 147/1914 και αφορούν την ισχύ του Ιερού Μουσουλμανικού Νόμου ως προς τους Έλληνες Μουσουλμάνους, δεν καταργήθηκαν από τον Αστικό Κώδικα, αλλά ισχύουν ως τις μέρες μας.

Ο νόμος 2345/1920 με το άρθρο 10 παράγραφος 1, προσδιόρισε με περισσότερη ακρίβεια τη δικαστική δικαιοδοσία του Μουφτή μεταξύ των Μουσουλμάνων Ελλήνων υπηκόων.

Η θέση του Μουφτή στα πλαίσια εφαρμογής της μουσουλμανικής δικαιοταξίας στην Ελλάδα, ρυθμίζεται πλέον με διατάξεις της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου της 24.12.1990 «περί Μουσουλμάνων θρησκευτικών λειτουργών», που κυρώθηκε με το νόμο 1920/1991. Σύμφωνα με το παραπάνω νομοθέτημα, ο Μουφτής διορίζεται με την έκδοση προεδρικού διατάγματος ως δημόσιος υπάλληλος και υπόκειται στις ρυθμίσεις του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα,. Το ίδιο νομοθέτημα, κατά μια ασαφή από πλευράς νομικής ακρίβειας διατύπωση, προβλέπει ότι «οι Μουφτείες θεωρούνται δημόσιες υπηρεσίες». Η ασάφεια έγκειται στην διατύπωση «θεωρούνται» και όχι «είναι», που εύλογα μπορεί να προκαλέσει ποικίλες ερμηνευτικές αμφισημίες ως προς τί ακριβώς είναι οι Μουφτείες του κράτους.

Με την ανάπτυξη του Δικαίου των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, εντός των οποίων συγκαταλέγονται ζητήματα που αφορούν την θρησκευτική ελευθερία των ανθρώπων, υπήρξαν σημαντικές εξελίξεις. Αναγνωρίσθηκαν και κατοχυρώθηκαν με νομοθετήματα της Διεθνούς Κοινότητας ή διακρατικών οργανισμών του διεθνούς δημοσίου δικαίου (λ.χ. Συμβούλιο της Ευρώπης, Ευρωπαϊκή Ένωση), η απόλυτη προστασία της ελευθερίας της θρησκευτικής συνειδήσεως, το δικαίωμα ακώλυτης έκφρασης των θρησκευτικών πεποιθήσεων, σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, αλλά και το δικαίωμα  αυτόνομης οργάνωσης των θρησκευτικών κοινοτήτων, χωρίς επεμβάσεις του κράτους.

Ειδικότερα, όσον αφορά την Ελλάδα, οφείλουμε να αναφέρουμε την Σύμβαση της Ρώμης (1950), γνωστής και ως Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με το νομοθετικό διάταγμα 53/1974 και έχει αυξημένη ισχύ στην ελληνική έννομη τάξη, σύμφωνα με το άρθρου 28 παρ. 1 του Συντάγματος. Στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης η προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο, με τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων 2000/C 364/01), καθιστώντας ουσιαστικά το δίκαιο της ΕΣΔΑ κοινοτικό δίκαιο. Τέλος, το άρθρο 13 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει την θρησκευτική ελευθερία και την ελεύθερη άσκηση της θρησκευτικής λατρείας, χωρίς αποκλεισμούς και διακρίσεις, είναι πλήρως εναρμονισμένο με  την κοινή ευρωπαϊκή έννομη τάξη προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου, που εδράζεται στην ΕΣΔΑ και στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αλλά και η σχετική με το θέμα της θρησκευτικής ελευθερίας νομική θεωρία, δέχονται ότι η ΕΣΔΑ, με το άρθρο 9, σε συνδυασμό και προς το άρθρο 11, καθιερώνει την θεσμική αυτονομία των θρησκευτικών οργανισμών (που μορφοποιούν οργανωτικά θρησκευτικές κοινότητες), έναντι του κράτους. Μάλιστα ενισχύεται η θέση αυτή και από την παρόμοιου περιεχομένου διάταξη του άρθρου 10 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ειδικά ως προς την Μουσουλμανική Μειονότητα της Θράκης, είχε προβλεφθεί καθεστώς θεσμικής αυτονομίας, ιδίως από τη διάταξη του άρθρου 45 της Συνθήκης της Λωζάνης. Υπό το καθεστώς του ευρωπαϊκού πλαισίου προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου και με την ερμηνευτική αυθεντία και τις εγγυήσεις που παρέχει το Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η θεσμική αυτονομία των θρησκευτικών οργανισμών έναντι του ελέγχου και των παρεμβάσεων του κράτους, αποκτά συγκεκριμένο περιεχόμενο και κυρίως αδιαμφισβήτητη και αποτελεσματική κατοχύρωση, συνθήκες που ήταν απρόβλεπτες υπό το καθεστώς των ρυθμίσεων μόνο των διατάξεων της Συνθήκης της Λωζάνης του 1923.

Η αναγνώριση και η προστασία της θεσμικής αυτονομίας των θρησκευτικών κοινοτήτων στο σύστημα του ευρωπαϊκού δικαίου των δικαιωμάτων του ανθρώπου, αλλά και του άρθρου 13 του Συντάγματος, περιέχει, πέραν του αυτονόητου δικαιώματος μιας θρησκευτικής κοινότητας να προσδιορίζει η ίδια, χωρίς καμιά εξωτερική παρέμβαση το περιεχόμενο της πίστης της, αλλά και το δικαίωμα έκφρασης των πεποιθήσεών της μέσα στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον της, χωρίς την παρέμβαση του κράτους, υπό τον όρο, να μη προσβάλλονται η δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη (άρθρο 9 παρ. 2 ΕΣΔΑ και άρθρο 13 παρ. 2 Συντάγματος).

Στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, επί της υποθέσεως Μητροπολιτική Εκκλησία της Βεσσαραβίας κατά Μολδαβίας (αριθ. 45701/99 ECHR Reports 2001-XII, 13 Dec 2001, par. 118) διατυπώνεται η δικανική κρίση, ότι το δικαίωμα των πιστών στην ελευθερία της θρησκείας, περικλείει το δικαίωμα συλλογικής και δημόσιας έκφρασης των θρησκευτικών πεποιθήσεων και παρέχει στους πιστούς το δικαίωμα να οργανώσουν ελεύθερα την θρησκευτική τους κοινότητα, χωρίς αυθαίρετη παρέμβαση του κράτους. Παρόμοια είναι και η απόφαση Κλάδος του Στρατού της Σωτηρίας κατά Ρωσίας (αριθ. 72881/01 ECHR Reports 2006-XI, 5 Oct 2006, par. 58).

Σχετικά πρόσφατη, επί του θέματος αναγνώρισης και προστασίας της αυτονομίας των θρησκευτικών οργανώσεων,  είναι η απόφαση του Τμήματος Μείζονος Συνθέσεως [GC] του ΕΔΔΑ, στην υπόθεση FernándezMartínez κατά Ισπανίας (αριθ. 56030/07), που εκδόθηκε στις 12 Ιουνίου 2014 (http://hudoc.echr.coe.int/eng?i=001-145068).

Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, οι Μουφτείες θεωρούνται δημόσιες υπηρεσίες και υπάγονται στο Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων.

Μια δημόσια υπηρεσία δεν μπορεί να θεωρηθεί αυτόνομη, απέναντι  στην κεντρική διοίκηση του κράτους. Επίσης πρέπει να ειπωθεί, ότι ο δημόσιος υπάλληλος, όπως χαρακτηρίζεται ο Μουφτής, είναι φυσικό πρόσωπο που παρέχει υπηρεσίες προς το κράτος, υπόκειται σε ιεραρχική εξάρτηση και πειθαρχική ευθύνη και διέπεται αποκλειστικά ή εν μέρει από ειδικούς κανόνες του διοικητικού δικαίου, που αφορούν τους δημοσίους υπαλλήλους. Με μια άλλη διατύπωση, ο δημόσιος υπάλληλος είναι φυσικό πρόσωπο, που ασκεί δημόσια εξουσία κατ’ επάγγελμα και διαρκώς και είναι όργανο του κράτους. Αυτός είναι ο Μουφτής σύμφωνα με την ισχύουσα ελληνική νομοθεσία. Όργανο του ελληνικού κράτους, υφιστάμενο ανά πάσα στιγμή τον έλεγχο και τις παρεμβάσεις του κράτους!

Η θρησκευτική κοινότητα των Μουσουλμάνων στη Θράκη, είναι το μόνο θρήσκευμα στην Ελλάδα, που η οργανωτική του έκφραση σε επίπεδο Μουφτείας, θεωρείται δημόσια υπηρεσία και ο επικεφαλής της κοινότητας, ο Μουφτής, είναι ο μόνος θρησκευτικός ηγέτης που είναι δημόσιος υπάλληλος!

Η ταύτιση της ιδιότητας του Μουφτή με αυτήν του Μουσουλμάνου ιεροδίκη, δεν μπορεί να αποτελεί πλέον “νόμιμο άλλοθι” για να συνεχίσει η δημοσιοϋπαλληλική ιδιότητα του Μουφτή. Ένας δημόσιος υπάλληλος, που εξ ορισμού είναι φυσικό πρόσωπο εξαρτημένο ιεραρχικά, δεν διαθέτει τα εχέγγυα αμερόληπτης κρίσης για την άσκηση δικαστικού λειτουργήματος! Θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά τα πράγματα ως προς την κατάσταση του Μουφτή, υπό την διττή ιδιότητά του, ως ηγέτη πρώτιστα της μουσουλμανικής κοινότητας και ως ιεροδίκη, αν ο νόμος αναγνώριζε τον Μουφτή, τουλάχιστον ως δημόσιο λειτουργό, τυπικά και ουσιαστικά, και όχι δημόσιο υπάλληλο.

Το διττό λειτούργημα του Μουφτή, ως  θρησκευτικού ηγέτη και ως θρησκευτικού δικαστή της Μουσουλμανικής Θρησκευτικής Κοινότητας, απαιτεί την αναμόρφωση της ελληνικής νομοθεσίας, ώστε να εναρμονισθεί με το ισχύον δίκαιο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που δεσμεύει την Ελλάδα, αλλά, και με την συνταγματική διάταξη που προστατεύει, με επάρκεια νομίζω, την ελευθερία της  θρησκευτικής συνείδησης.

Ο Μουφτής πρέπει να αναγνωρίζεται ως δημόσιος λειτουργός κατά την έννοια που εκθέσαμε, αδέσμευτος από κάθε εξάρτηση από το κράτος. Από την άλλη μεριά, οι Μουφτείες, σύμφωνα με όσα ισχύουν λόγου χάρη για τις Ισραηλιτικές Κοινότητες, το Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο, ή τις Μητροπόλεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας, πρέπει να παύσουν να θεωρούνται δημόσιες υπηρεσίες και να αναγνωρισθούν ως νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου.

Η σύσταση της Ομάδας Εργασίας για την αναβάθμιση και τον εκσυγχρονισμό των Μουφτειών στη Θράκη, που όπως επισημάναμε, υποκρύπτει πίσω από τον επίσημο τίτλο της μια Επιτροπή ελέγχου και επέμβασης στην εν γένει λειτουργία των Μουφτειών, μου φέρνει στο νου τους Άγγλους υπαλλήλους της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Αξιωματούχοι γραφειοκράτες του Λονδίνου, που συχνά ελάχιστα γνώριζαν την Ινδία και ίσως, πολύ λίγο σέβονταν τους Ινδούς υπηκόους του Στέμματος, αποφάσιζαν από μίλια μακριά για την τύχη των ινδικών λαών και της τεράστιας Ινδικής επικράτειας. Το ίδιο μου θυμίζει η σύσταση της Επιτροπής-Ομάδας εργασίας που σχολιάζω, με τους Χριστιανούς γραφειοκράτες του Υπουργείου, που καλούνται να αποφασίσουν για το πώς πρέπει να λειτουργούν οι Μουφτείες!

Η σύσταση της Επιτροπής-Ομάδας εργασίας για τον έλεγχο των αρχείων και των οικονομικών των Μουφτειών, ουσιαστικά καταργεί την συνταγματικά κατοχυρωμένη αυτονομία έναντι του κράτους, μιας θρησκευτικής κοινότητας ετεροθρήσκων που υπάρχει στην ελληνική επικράτεια  και αναμφίβολα αποτελεί «γνωστή θρησκεία», κατά την γραμματική διατύπωση της σχετικής συνταγματικής διάταξης (άρθρο 13). Αυτό είναι απαράδεκτο! Επίσης είναι απαράδεκτη η προσβλητική συμπεριφορά του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, απέναντι σε Μουσουλμάνους Έλληνες πολίτες! Πλήρης έλλειψη εμπιστοσύνης, εκ μέρους του κράτους σε πολίτες του, που δεν πρεσβεύουν την επικρατούσα, κατά το Σύνταγμα, θρησκεία;

 

Ας επανέλθουμε στα καθήκοντα της Ομάδας εργασίας, που αποτελείται μόνον από Χριστιανούς, μη θεολόγους, μη θρησκειολόγους, που καλείται να εισηγηθεί για τον τρόπο εκσυγχρονισμού των Μουφτειών ερήμην των ενδιαφερομένων! Άλλη μια παραδοξότητα της υπουργικής απόφασης είναι η πρόβλεψη συνδρομής της Επιτροπής από εκπαιδευτικούς, επίσης Χριστιανούς και ορισμένους Μουσουλμάνους, απροσδιόριστου αριθμού, πάντως  εκπαιδευτικούς και όχι επιστήμονες της μουσουλμανικής Θεολογίας και Νομικής (Σαρία και Φικχ), με πτυχία και διδακτορικούς τίτλους, αναγνωρισμένων διεθνώς ισλαμικών πανεπιστημίων, που υπάρχουν στην Μειονότητα της Θράκης.

Η Επιτροπή, θα πρέπει να έχει υπόψη της, ότι όταν θελήσει να «εξετάσει» αρχεία των Μουφτειών μάλλον θα βρεθεί σε αδιέξοδο, που θα μοιάζει με “γνόφον αγνωσίας”. Διότι τα πλείστα των αρχείων των Μουφτειών, κυρίως αυτών της Κομοτηνής και της Ξάνθης, κρατούνται μέχρι τις μέρες μας στην οθωμανική γλώσσα η οποία χρησιμοποιεί γραφή με αραβικούς χαρακτήρες. Δεν θα πρέπει να καταπλαγούν τα μέλη της Επιτροπής, διότι η Συνθήκη της Λωζάνης κατοχυρώνει την ετερογλωσσία, τόσον ως προς τους μη Μουσουλμάνους πολίτες της Τουρκίας, όσο και ως προς τους Μουσουλμάνους πολίτες της Ελλάδος (άρθρα 39 εδ. δ΄ και ε΄, 45 Συνθήκης Λωζάνης). Μάλιστα στο εδάφιο δ΄ του άρθρου 39 της Συνθήκης, γίνεται ιδιαίτερη μνεία ως προς την ανεμπόδιστη και ελεύθερη χρήση της διαφορετικής γλώσσας, παράλληλα με την επίσημη γλώσσα του κράτους, σε θέματα που άπτονται την θρησκεία των μειονοτικών πολιτών. Με αυτόν τον τρόπο το Οικουμενικό Πατριαρχείο τηρεί τα αρχεία του στην ελληνική γλώσσα, και μάλιστα σε μια μορφή που προσεγγίζει περισσότερο την κοινή ελληνιστική παρά την νεότερη καθαρεύουσα ελληνική. Άλλωστε, οι Μουφτείες Κομοτηνής και Ξάνθης, υφίστανται στις αντίστοιχες πόλεις, προτού ενσωματωθεί η Δυτική Θράκη στην ελληνική επικράτεια, από τους οθωμανικούς χρόνους. Εξαίρεση αποτελεί η Μουφτεία Διδυμοτείχου, που είναι νεότερη και προέκυψε μετά την κατάργηση της Μουφτείας που υπήρχε στην Αλεξανδρούπολη. Και μια παρατήρηση: Το άρθρο 7 της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου της 24.12.1990, αναφέρει ότι
«Οι Μουφτείες θεωρούνται δημόσιες υπηρεσίες, αλληλογραφούν στην επίσημη γλώσσα του Κράτους, στην οποία συντάσσονται επίσης όσες πράξεις και έγγραφα εκδίδονται από τον Μουφτή…». Η χρήση της ελληνικής γλώσσας αποτελεί υποχρέωση ως προς την αλληλογραφία της Μουφτείας και ως προς τις, προφανώς επίσημες, πράξεις που εκδίδει ο Μουφτής. Δεν γίνεται μνεία ως προς την τήρηση των εσωτερικών αρχείων των Μουφτειών….

Ο θεσμός του Μουφτή και οι υπηρεσίες του προς τους Μουσουλμάνους, είναι ένας παραδοσιακός θεσμός του σουννιτικού Ισλάμ, που δεν επιδέχεται εκσυγχρονισμού, τουλάχιστον ερήμην των ίδιων των Μουφτήδων και μάλιστα κατόπιν εισηγήσεων ετεροθρήσκων, σε σχέση με το Ισλάμ.

Αναρωτιέμαι, το Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων και ο καθ’ ύλην αρμόδιος Γενικός Γραμματέας, θα μπορούσε να διανοηθεί ποτέ να παρέμβει στην Εκκλησία της Ελλάδος ή της Κρήτης, ή στις Μητροπόλεις των Δωδεκανήσων, ως προς τον τρόπο λειτουργίας τους; Επίσης, διανοήθηκε, να ψελλίσει έστω και μια λέξη, που να αποτελεί εισήγηση για έναν διαφορετικό τρόπο λειτουργίας των Επισκοπών της Καθολικής Εκκλησίας ή της Ελληνικής Ευαγγελικής Εκκλησίας;

Έχω την αίσθηση, ότι με την σύσταση της Ομάδας Εργασίας, επιδιώκεται ένας πιο σφιχτός έλεγχος της Μουσουλμανικής Μειονότητας μέσω των Μουφτειών, από το ελληνικό κράτος και περαιτέρω έλεγχος της Βακουφικής περιουσίας, ιδίως στην μουφτειακή περιφέρεια Κομοτηνής.

Ο Μουφτής Κομοτηνής κ. Μέτσο Τζεμαλή, σοφός και ενάρετος, απόφοιτος του Ισλαμικού Πανεπιστημίου της Μεντίνα της Σαουδικής Αραβίας, ποτέ δεν υπήρξε πρόθυμος να τραπεί σε υποχείριο, είτε των Αθηνών, είτε της Ξάνθης (της Υπηρεσίας Πολιτικών Υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών). Υπήρξαν μάλιστα περιπτώσεις που εξέφρασε την διαφωνία του για μειονοτικά ζητήματα, ακόμα και με Διευθυντές της Υπηρεσίας Πολιτικών Υποθέσεων, που εκτιμούσε βαθύτατα. Φαίνεται, δυστυχώς, ότι ο συγκεκριμένος Μουφτής δεν είναι πλέον αρεστός σε συγκεκριμένους κύκλους των Αθηνών! Το ελληνικό κράτος λησμόνησε ότι ο Σοφολογιότατος Μέτσο Τζεμαλή, όπως και ο Μουφτής Ξάνθης Μεχμέτ Εμίν Σινίκογλου, από το 1985 που ο πρώτος διορίστηκε τοποτηρητής της Μουφτείας Κομοτηνής και από το 1991 που διορίστηκαν και οι δύο Μουφτήδες  Κομοτηνής και Ξάνθης αντίστοιχα, υπερασπίζονται με τόλμη και ήθος τόσο την θρησκευτική ιδιοπροσωπία της Κοινότητάς τους, όσο και την συνταγματική νομιμότητα, πορευόμενοι συνεχώς ανάμεσα σε συμπληγάδες…..

©ΓΙΩΡΓΟΣ Α. ΔΟΥΔΟΣ

4/4/17