O σχεδόν διονυσιακός ενθουσιασμός που έχει καταλάβει εσχάτως ποικίλους παράγοντες ανά τη χώρα για τη «σωτηρία» και την «αξιοποίηση» αρχαίων θεάτρων και λοιπών μνημείων (λ.χ. Ασκληπιείων), τα οποία εντάσσονται ή δύναται να ενταχθούν στους μεγαλεπήβολους σχεδιασμούς της «κίνησης πολιτών Διάζωμα», μοιάζει εκ πρώτης όψεως δυσερμήνευτος.

Είναι, άραγε, η αγάπη για τις αρχαιότητες και η αναγνώριση της κοινωνικής τους χρησιμότητας που κινητοποιεί περιφερειάρχες, δημάρχους, τραπεζικούς και επιχειρηματικούς ομίλους, κατασκευαστικές εταιρίες, ΜΜΕ τοπικής ή εθνικής εμβέλειας για την δημιουργία «Πολιτιστικών Διαδρομών», «Αρχαιολογικών Πάρκων» ή σχεδίων «Βιώσιμης Αστικής Ανάπλασης»; Ή μήπως όλοι αυτοί συνεγείρονται από τα ιδεολογήματα και τις επικοινωνιακές κορώνες του Σταύρου Μπένου, του επικεφαλής του «Διαζώματος», ο οποίος διακηρύσσει πως οραματίζεται να «ανοίξει μια αγκαλιά για την προστασία των αρχαίων θεάτρων, αυτού του κορυφαίου επιτεύγματος της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής»;

Μάλλον όχι. Ο πραγματικός λόγος που τροφοδοτεί την κίνηση αυτή φαίνεται πως είναι τα οικονομικά οφέλη που οι φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης και οι επιχειρηματικοί όμιλοι προσδοκούν από την «αξιοποίηση» των μνημείων. Άλλωστε, ούτε το ίδιο το «Διάζωμα» ούτε οι λοιποί εμπλεκόμενοι κρύβουν τις πραγματικές προθέσεις τους για διασύνδεση των μνημείων με την επιχειρηματικότητα.

Στην εποχή της νεοφιλελεύθερης επέλασης και της επίθεσης σε κάθε δημόσιο αγαθό, που στην ελληνική περίπτωση επιτείνεται από την πολιτική των Μνημονίων, η κατεύθυνση αυτή, της εμπορευματοποίησης των μνημείων και της εμπλοκής ιδιωτών στην πολιτιστική διαχείριση, δεν ξαφνιάζει. Εγγράφεται, άλλωστε, στο πλαίσιο της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης και υλοποιείται μέσα από τις προτεραιότητες και τους άξονες των χρηματοδοτικών προγραμμάτων ΕΣΠΑ για τον πολιτισμό.

Σε αυτό το έδαφος δημιουργήθηκε και δραστηριοποιείται το «Διάζωμα» την τελευταία οκταετία, περίοδο έντασης της πολιτικής αποδυνάμωσης και απαξίωσης της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Στην πραγματικότητα, αυτό που συμβαίνει είναι πως, με την ασκούμενη πολιτική, το Κράτος απεκδύεται σταδιακά των ευθυνών του απέναντι στα μνημεία και την απόδοσή τους στην κοινωνία, ανοίγοντας το δρόμο σε ιδιώτες, ιδρύματα και «κινήσεις πολιτών» να ασκήσουν τη δική τους πολιτική.

Όπως έχει ήδη καταγγελθεί (ΔΙΑΖΩΜΑ: κρυφές και φανερές διαδρομές για την ιδιωτικοποίηση του πολιτισμού, Ο «αναγκαίος» κ. Μπένος και το ΔΙΑΖΩΜΑ. Μια οφειλόμενη απάντηση και μερικά νέα  ερωτήματα, http://www.sea.org.gr/details.php?id=626), το «Διάζωμα», με την κάλυψη και της νυν πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Πολιτισμού, κατευθύνει κρατικές και ευρωπαϊκές επενδύσεις εκατομμυρίων ευρώ, επιβάλλοντας πολιτικές και ιεραρχήσεις στον τομέα της πολιτιστικής διαχείρισης και λειτουργώντας ως όχημα εμπλοκής τρίτων στο έργο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας.

Το «Διάζωμα» κάνει τη δουλειά του: μοιράζει κατά το δοκούν αμειβόμενες μελέτες αναστήλωσης, ψηφιακών πολιτιστικών εφαρμογών κλπ σε μέλη του (που κατά τα λοιπά διατείνονται πως είναι εθελοντές), οικειοποιείται το έργο του δημόσιου φορέα προστασίας και ανάδειξης των μνημείων, επιταχύνει την υλοποίηση του αυτοτελούς σχεδιασμού του εν όψει του νέου ΕΣΠΑ 2014-2020. Ο επικεφαλής του αυτοπροβάλλεται ως ο μέγας οραματιστής ενός «νέου πατριωτισμού», αναλαμβάνοντας και νέους θεσμικούς ρόλους, όπως με τον πρόσφατο διορισμό του από την υπουργό πολιτισμού Λ. Κονιόρδου στο ΔΣ του Μουσείου Κανελλοπούλου.

Μεσούσης δε της οικονομικής κρίσης, δεν είναι παράλογο τοπικές κοινωνίες να βαυκαλίζονται πως ο τόπος τους ενδέχεται να ευημερήσει αν γίνει έδρα τοπικού φεστιβάλ θεάτρου ή αν αποκτήσει το δικό του «brand name» πολιτιστικό τουριστικό προϊόν. Μέσα στην παραζάλη ελάχιστοι φαίνεται να αναρωτιούνται: Αντέχουν όλα τα μνημεία την επανάχρηση που ευαγγελίζεται το «Διάζωμα»; Πού σταματά η αναστήλωση ενός μνημείου και ξεκινά η ανακατασκευή, που δεν επιτρέπεται σύμφωνα με τη «Χάρτα της Βενετίας για την Αποκατάσταση και Συντήρηση Μνημείων και Μνημειακών Συνόλων»; Πόσα φεστιβάλ αρχαίου θεάτρου μπορεί να χωρέσει η χώρα; Πώς γίνεται να συζητάμε για αναστηλώσεις θεάτρων που δεν έχουν ακόμη ανασκαφεί (όπως της αρχαίας Θουρίας) ή ούτε καν εντοπιστεί (όπως της Αμφίπολης); Με ποιούς πόρους θα συντηρούνται και θα φυλάσσονται στο μέλλον τα μνημεία που σχεδιάζεται να αποδοθούν σε χρήση; Πόσο θεμιτή είναι η συμμετοχή του επικεφαλής της αρμόδιας για τα ΕΣΠΑ υπηρεσίας του ΥΠΠΟ στο ΔΣ φορέων όπως το «Διάζωμα»; Πώς διασφαλίζεται ο δημόσιος χαρακτήρας της προστασίας αλλά και της διαχείρισης των μνημείων;

Μεμψιμοιρίες, θα πει κανείς. Σωστά. Ποιος νοιάζεται για τέτοιες «λεπτομέρειες» μπροστά στην ανάγκη να κινηθεί το χρήμα;

* Στάθης Γκότσης – ιστορικός στο Υπουργείο Πολιτισμού

Aπό το tvxs.gr